ἀμφίκυρτοι

ἀμφίκυρτοι
ἀμφίκυρτος
convex on each side
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διοπτρία — Η μετρική έκφραση του αντιστρόφου της εστιακής απόστασης f των οπτικών συστημάτων γενικά και των φακών ειδικότερα, η οποία ονομάζεται σύγκλισηοπτική ισχύς D. Ο υπολογισμός της δ. (D) προκύπτει από τον τύπο Τα συγκλίνοντα οπτικά συστήματα έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”